Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράδειγμα
4 εγγραφές [1 - 4]
παράδειγμα το [paráδiγma] Ο49 : 1α. επιλεγμένη (τυπική ή ιδιαίτερη) περίπτωση, που χρησιμοποιείται κυρίως για να ερμηνεύσει, να κάνει κατανοητό ένα συγκεκριμένο φαινόμενο ή γεγονός: Tυπικό / χαρακτηριστικό / ενδεικτικό / διδακτικό ~. Φέρε μας / πες μας / δώσε μας ένα ~ για να καταλάβουμε. Aναφέρω κτ. ως ~. (έκφρ.) παραδείγματος χάρη / χάριν (π.χ.) ή για ~ ή (λόγ.) επί παραδείγματι, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα: Kατοικίδια ζώα, π.χ. γάτες. β. περίπτωση ενός γενικότερου νόμου, αρχής ή κανόνα: Tο “ραβδί” και το “μπαστούνι” είναι ~ συνώνυμων λέξεων. 2. πρότυπο θετικό ή αρνητικό· (πρβ. υπόδειγμα): Λαμπρό / φωτεινό ~. ~ εργατικότητας / τιμιότητας / ειλικρίνειας / ήθους / αξιοπρέπειας. Kαλό / κακό ~. Έχω κπ. ή κτ. ως ~, ως πρότυπο. Aκολουθώ το ~ κάποιου, κάνω ό,τι και αυτός, συμπεριφέρομαι όπως αυτός. Παίρνω ~ (από) κπ. ή κτ., το(ν) έχω για πρότυπο, παραδειγματίζομαι από αυτό(ν): Γιατί δεν παίρνεις ~ (από) τον αδελφό σου; (έκφρ.) ~ προς αποφυγή(ν) / προς μίμηση, για αρνητικό / θετικό πρότυπο. δίνω / αποτελώ το (καλό / κακό) ~, λειτουρ γώ ως (θετικό / αρνητικό) πρότυπο. παραδειγματάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 1.

[λόγ. < αρχ. παράδειγμα (παραδείγματος χάριν, π.χ.: μτφρδ. αγγλ. e.g. < λατ. exempli gratia)]

παραδειγματίζω [paraδiγmatízo] -ομαι Ρ2.1 : διδάσκω, σωφρονίζω κπ. με παράδειγμα, αξιοποιώντας την εμπειρία ή τη δράση συνήθ. τρίτων: Οι ηρωικές πράξεις των αγωνιστών του ΄40 πρέπει να παραδειγματίζουν τους νεότερους. Δεν παραδειγματίστηκες από όσα έπαθε ο αδελφός σου;

[λόγ. < ελνστ. παραδειγματίζω `χρησιμοποιώ σαν παράδειγμα, τιμωρώ΄]

παραδειγματικός -ή -ό [paraδiγmatikós] Ε1 : 1. που αποτελεί, που αναφέρεται ή που χρησιμεύει ως παράδειγμα: α. για να διδάσκει, να σωφρονίζει: Παραδειγματική τιμωρία. β. επειδή είναι εξαιρετικός, άψογος, πρότυπος· (πρβ. υποδειγματικός): Παραδειγματική συμπεριφορά / πειθαρχία / καθαριότητα. 2. (γλωσσ.) ~ άξονας, ο κάθετος άξονας (σε αντιδιαστολή προς το συνταγματικό), που περιλαμβάνει εναλλάξιμες λέξεις της ίδιας κατηγορίας, π.χ. ανήλικος / νέος / ώριμος / ενήλικος / ηλικιωμένος άνθρωπος. παραδειγματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Tιμωρήθηκε ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. παραδειγματικός· 2: γαλλ. paradigmatique (στη νέα σημ.) < υστλατ. paradigmaticus < ελνστ. παραδειγματικός]

παραδειγματισμός ο [paraδiγmatizmós] Ο17 : πράξη, ενέργεια που γίνεται για να χρησιμεύσει ως παράδειγμα, για να διδάξει, να σωφρονίσει: Tον τιμώρησαν για παραδειγματισμό.

[λόγ. < ελνστ. παραδειγματισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες