Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παπάρι το [papári] Ο44 : (λαϊκ., προφ.) α. το ανδρικό γεννητικό μόριο και στον πληθ. τα γεννητικά όργανα, οι όρχεις. || (πληθ., επιφωνηματικά) παπάρια!, ανοησίες, ψέματα. β. για να χαρακτηρίσουμε κάποιο αντικείμενο που μας έχει ενοχλήσει, εμποδίσει κτλ.: Πάρ΄ το αυτό το ~ από δω.
[ίσως παπάρ(α) υποκορ. -ι]
- παπαριά η [paparjá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκ.) λόγια ψεύτικα, ανοησίες, ψέματα: Ποιος σου τις είπε αυτές τις παπαριές;
[παπάρ(ι) -ιά]