Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανσέληνος
1 εγγραφή
πανσέληνος η [pansélinos] Ο36 : η σελήνη όταν φαίνεται από τη γη σαν ένας τέλειος φωτεινός δίσκος: Πότε έχουμε / έχει πανσέληνο; Aπόψε είναι ~.

[λόγ. < αρχ. πανσέληνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες