Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαιόθεν
1 εγγραφή
παλαιόθεν [paleóθen] επίρρ. : (λόγ.) από πολύ παλιά.

[λόγ. παλαιο- + αρχ. επιρρηματικό επίθημα -θεν (δες στο -θε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες