Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγοθραυστικό
1 εγγραφή
παγοθραυστικό το [paγoθrafstikó] Ο38 : πλοίο ειδικά κατασκευασμένο για να ανοίγει δίοδο σε θάλασσες των οποίων η επιφάνεια καλύπτεται από πάγους. || (ως επίθ.): ~ πλοίο.

[λόγ. παγοθραύστ(ης < πάγ(ος) -ο- + -θραύστης) -ικόν (ενν. πλοίον), ουδ. του -ικός μτφρδ. αγγλ. icebreaker]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες