Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγετώνας
1 εγγραφή
παγετώνας ο [pajetónas] Ο2 : όγκος πάγου που καλύπτει μεγάλη έκταση γης, στα ψηλά όρη ή στις πολικές περιοχές, και δε λιώνει ποτέ: Οι παγετώνες των Άλπεων / της Aλάσκας. || (γεωλ.): Οι περίοδοι των παγετώνων, χρονικά διαστήματα του προϊστορικού παρελθόντος της γης, κατά τα οποία μεγάλα τμήματα της επιφάνειάς της καλύφθηκαν από παγετώνες.

[λόγ. παγετ(ός) -ών > -ώνας (μορφολ. και σημασιολ. σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. παγ-) μτφρδ. γαλλ. glacière, périodes glaciaires]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες