Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάγος ο [páγos] Ο18 : 1.νερό που έχει στερεοποιηθεί κάτω από την επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας: Φυσικός / τεχνητός ~. Γλιστρώ πάνω στον πάγο. Λιώνει ο ~. || Πιάνει ~ κάπου, δημιουργείται πάγος, παγώνει το νερό: Στις άκρες της λίμνης είχε αρχίσει να πιάνει ~. ΦΡ βάζω πάγο σε κπ., τον κάνω να αποθαρρυνθεί, να περιορίσει τις απαιτήσεις του ή τις διαθέσεις του, επιπλήττοντάς τον αυστηρά. σπάζει ο ~, για την περίπτωση που την τυπικότητα, την ψυχρότητα ή τη δυσπιστία μιας σχέσης τη διαδέχεται ένα κλίμα οικειότητας, φιλίας. λιώνει* ο ~. || παγάκι(α): Ένα ουίσκι με πάγο, παρακαλώ. 2. (λαϊκότρ.) παγετός: Ο ~ έκαψε τα μαρούλια. 3. με υπερβολή, για κτ. που είναι πολύ κρύο, σαν πάγος: (Kρύα) ~ ήταν τα χέρια του.
παγάκι* το YΠΟKΟΡ. [αρχ. πάγος `βράχος, πηγμένο (παγωμένο) νερό΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- Πάγος ο [páγos] Ο18 : μόνο στο Άρειος* ~.
[δες Άρειος (επίθ.)]