Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουράνιο
2 εγγραφές [1 - 2]
ουράνιο το [uránio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : ραδιενεργό χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, είναι σκληρό, γκρίζου χρώματος και βρίσκεται σε πολλά μεταλλεύματα πάντα μαζί με το ράδιο: Οξείδια / ισότοπα του ουρανίου. Εμπλουτισμένο ~. Tο ~ είναι βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας.

[λόγ. < νλατ. urani(um) -ον με βάση το όν. του πλανήτη Ουρανού, που έτυχε να ανακαλυφτεί την ίδ. δεκαετία]

ουράνιος -α -ο [uránios] Ε6 : 1. που έχει σχέση με τον ουρανό, και ιδίως βρίσκεται σ΄ αυτόν: Ένα ουράνιο φαινόμενο. Ουράνιο σώμα, κάθε φυσι κό αντικείμενο που φαίνεται στον ουρανό και ιδίως ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα. Ουράνιο τόξο*. || (αστρον.) Ουράνια σφαίρα, η νοητή σφαίρα της οποίας κέντρο είναι ο παρατηρητής ή το κέντρο της γης, ενώ πάνω στην κοίλη επιφάνειά της φαίνονται ότι κινούνται τα ουράνια σώματα. Ουράνια μηχανική. Ο άξονας της ουράνιας σφαίρας. ~ θόλος*. ~ ισημερινός* / μεσημβρινός*. 2α. που έχει σχέση με τον ουρανό ως χώρο διαμονής του Θεού και άλλων υπερφυσικών δυνάμεων: Ουράνιες δυνάμεις. Ουράνιος Πατέρας, ο Θεός. Ουράνια δώματα. β. (μτφ.) που είναι πολύ ανώτερος από το συνηθισμένο: Ουράνια ομορφιά / αγαθότητα / γαλήνη.

[λόγ. < αρχ. οὐράνιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες