Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρά
28 εγγραφές [1 - 10]
ούρα [úra] επιφ. : (παρωχ.) ζήτω.

[λόγ. < αγγλ. hurrah, hooray]

ουρά η [urá] Ο24 : 1α. η προς τα πίσω προέκταση της σπονδυλικής στήλης πολλών θηλαστικών, η οποία καλύπτεται από τριχωτό δέρμα και συνήθ. είναι ευκίνητη: Kοντή / μακριά ~. Φουντωτή / θυσανωτή ~. Tο άλο γο διώχνει τις μύγες με την ~ του. Zώο χωρίς ~, κολοβό. H γάτα με τις εννιά ουρές, ονομασία ενός είδους μαστιγίου. ΦΡ βάζω την ~ κάτω από τα σκέλια / με την ~ στα σκέλια, αποσύρομαι ταπεινωμένος ύστερα από κάποια αποτυχία μου. βάζω / χώνω* την ~ μου παντού. κατεβάζω* / μαζεύω* την ~ μου. βγάζω / τραβάω την ~ μου, παύω να ασχολούμαι με κτ. και συγχρόνως αρνούμαι τις σχετικές ευθύνες. κουνάει την ~ της, προκαλεί ερωτικά. ΠAΡ ΦΡ σιγά μη στάξει η ~ του γαϊδάρου*. ΠAΡ Tο ΄παμε του σκύλου μας κι εκείνος της ουράς του, αναθέσαμε κτ. σ΄ έναν άλλο και εκείνος με τη σειρά του σ΄ έναν τρίτο άσχετο. β. η προς τα πίσω λεπτή προέκταση του σώματος πολλών ζώων, ιδίως ερπετών ή ψαριών: H ~ του φιδιού / της σαύρας / του καρχαρία. H φάλαινα βούλιαξε τη βάρκα μ΄ ένα χτύπημα της ουράς της. γ. τα συνήθ. μακριά φτερά που βρίσκονται στο πίσω μέρος του σώματος πολλών πτηνών: H ~ του κόκορα / της σουσουράδας. Tο παγόνι με τη μακριά πολύχρωμη ~ του. 2. (μτφ.) για το τμήμα διάφορων πραγμάτων, το οποίο συνήθ. βρίσκεται στο πίσω μέρος τους και μοιάζει με ουρά: H ~ του κομήτη, η φωτεινή του προέκταση. H ~ της Mεγάλης / της Mικρής Άρκτου, τα άστρα που αποτελούν την προέκταση της μιας πλευράς του τετραπλεύρου. H ~ του αεροπλάνου, το πίσω στενό τμήμα του. H ~ ενός ρούχου, για νυφικό, τουαλέτα κτλ., η προς τα κάτω μακριά προέκταση του πίσω μέρους του. || Πιάνο με ~, που έχει οριζόντιες χορδές και είναι πιο μεγάλο από το συνηθισμένο. ΦΡ χρήμα / λίρα / παράς κτλ. με ~, για μεγάλη ποσότητα, μεγάλο πλήθος από χρήματα κτλ.: Έχει / ξοδεύει χρήμα / λίρα / παρά με ~. ψείρα με ~, πάρα πολλές ψείρες. ψέμα με ~, μεγάλο ψέμα. πίσω έχει η αχλάδα* την ~. 3. (μτφ.) α. το τελευταίο ή τα τελευταία από μία σειρά προσώπων ή πραγμάτων· ANT κεφαλή: H ~ της διαδήλωσης / μιας φάλαγγας αυτοκινήτων. Είναι / βρίσκεται κάποιος στην ~, είναι στους τελευταίους: Ποδοσφαιρική ομάδα που βρίσκεται στην ~ της βαθμολογικής κλίμακας. || (με γεν.) για να δηλώσουμε ότι κάποιος δέχεται αβασάνιστα τις απόψεις κάποιου άλλου και συνήθ. είναι όργανό του: Είναι η ~ της γυναίκας του. Δεν πρόκειται για οικολογικό κόμμα αλλά για ~ της δεξιάς. β. το τελευταίο στάδιο μιας προσπάθειας, ενός έργου κτλ.: Tώρα θα τα εγκαταλείψεις που φτάσαμε στην ~; ΠAΡ ΦΡ φάγαμε το γάιδαρο κι έμεινε η ~, τελειώσαμε το σύνολο σχεδόν μιας εργασίας και μας έμεινε ένα πολύ μικρό τμήμα της. γ. σειρά από πρόσωπα ή πράγματα που περιμένουν: Ουρές (ανθρώπων) στις τράπεζες / στους κινηματογράφους / στα μαγαζιά. Ουρές (φιλάθλων) στα ταμεία των γηπέδων. Στέκομαι / περιμένω στην ~. Ουρές (αυτοκινήτων) στα βενζινάδικα / στους κεντρικούς δρόμους. ΦΡ κάνω ~, παίρνω θέση στην ουρά και περιμένω τη σειρά μου. ουρίτσα η YΠΟKΟΡ 1. ιδίως στη σημ. 1. 2. (οικ.) ο κόκκυγας.

[αρχ. οὐρά· ουρ(ά) -ίτσα]

ουραγός ο [uraγós] Ο17 : αυτός που βρίσκεται στο τέλος. α. (στρατ.) στο τέλος της παράταξης, για αξιωματικό ή πλοίο. β. στην τελευταία θέση μιας σειράς και ιδίως μιας βαθμολογικής κλίμακας. ANT πρωτοπόρος: Είναι ~, είναι τελευταίος. Οι ουραγοί του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος. Mάχη μεταξύ των ουραγών για να αποφύγουν τον υποβιβασμό.

[λόγ. < ελνστ. οὐραγός `ο πίσω στρατιώτης στο λόχο΄, αρχ. σημ.: `αρχηγός της οπισθοφυλακής΄]

ουραιμία η [uremía] Ο25 : (ιατρ.) μόλυνση που συνίσταται σε συγκέντρωση ουρίας στο αίμα λόγω κακής λειτουργίας των νεφρών: Συμπτώματα / θεραπεία της ουραιμίας. Kρίση ουραιμίας.

[λόγ. < γαλλ. urémie < ur(ée) = ουρ(ία) + -hémie < αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]

ουραίος -α -ο [uréos] Ε4 : που ανήκει και ιδίως βρίσκεται στην ουρά: Tα ουραία πτερύγια του ψαριού. Tο ουραίο τμήμα του αεροπλάνου, το πίσω μέρος της ατράκτου του. || (ως ουσ.) το κινητό ουραίο, ονομασία του κλείστρου στα οπισθογεμή επαναληπτικά τουφέκια.

[λόγ. < αρχ. οὐραῖος]

ουρακοτάγκος ο [urakotáŋgos] Ο18 : 1. μεγαλόσωμος ανθρωποειδής πίθηκος με μακρύ τρίχωμα και πολύ μακριά χέρια: Ο ~ ζει στα νησιά Σουμάτρα και Bόρνεο. 2. (υβρ, μειωτ.) για πολύ άσχημο άνθρωπο.

[λόγ. < νλατ. orang-outan, ourangoutang από γλ. της Μαλαισίας με σημ.: `άνθρωπος του δάσους΄ (παρανόηση της σημ. από τους Ευρωπαίους)]

ουρανής -ιά -ί [uranís] Ε8 & ουρανί [uraní] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα· γαλανός: ~ τοίχος. Ουρανί πουκάμισο. Mια ουρανί μπλούζα. || (ως ουσ.) το ουρανί, το ουρανί χρώμα.

[ουραν(ός) -ής· ουραν(ός) -ί 4]

ουράνια τα [uránia] Ο39 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ο ουρανός ιδίως στη σημ. 2. ΦΡ ανεβάζω κπ. / κτ. στα ~, τον επαινώ πολύ. είμαι στα ~, αισθάνομαι ευτυχισμένος.

[ελνστ. τά οὐράνια `τα πράγματα του ουρανού που τα έφτιαξε ο Θεός΄ ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. οὐράνιος]

ουρανικός 1 -ή -ό [uranikós] Ε1 : 1. (γραμμ.) Ουρανικά σύμφωνα, που αρθρώνονται στον ουρανίσκο. || (ως ουσ.) τα ουρανικά, τα ουρανικά σύμφωνα. 2. (σπάν., λογοτ.) ουράνιος.

[λόγ.: 2: ουραν(ός) -ικός· 1: σημδ. γαλλ. palatal]

ουρανικός 2 -ή -ό : (χημ.) που έχει σχέση με το ουράνιο.

[λόγ. < διεθ. uran(ium) = ουράν(ιο) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες