Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορνιθοτροφία
1 εγγραφή
ορνιθοτροφία η [orniθotrofía] Ο25 : εκτροφή και εκμετάλλευση πουλερικών ιδίως ως οικονομική δραστηριότητα· πτηνοτροφία.

[λόγ. < ελνστ. ὀρνιθοτροφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες