Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοσύστημα
1 εγγραφή
οικοσύστημα το [ikosístima] Ο49 : βασική οικολογική μονάδα που αποτελείται από το φυσικό περιβάλλον και τους οργανισμούς (ζώα, φυτά) που ζουν σ΄ αυτό: Προστασία / αλλοίωση / καταστροφή ενός οικοσυστήματος.

[λόγ. < γαλλ. écosystème (ή αγγλ. ecosystem) < éco(logie) = οικο(λογία) + système = σύστημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες