Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικολογία
1 εγγραφή
οικολογία η [ikolojía] Ο25 (χωρίς πληθ.) : η επιστήμη που μελετά το φυσικό περιβάλλον και τις αμοιβαίες σχέσεις του με τους ζωντανούς οργανισμούς δίνοντας έμφαση στην ισορροπία που πρέπει να έχουν οι σχέσεις αυτές: ~ των φυτών / των ζώων. Kοινωνική ~.

[λόγ. < γερμ. ῖkologie (ή μέσω του γαλλ. écologie) < öko-, éco- = οικο- + -logie = -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες