Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οίδημα
1 εγγραφή
οίδημα το [íδima] Ο49 : (ιατρ.) πρήξιμο σε ορισμένο σημείο των ιστών του σώματος που οφείλεται σε παθολογική συγκέντρωση υγρού στο σημείο αυτό: Πνευμονικό ~.

[λόγ. < αρχ. οἴδημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες