Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξύλο
36 εγγραφές [1 - 10]
ξύλο το [ksílo] Ο39 : I1.σκληρή ουσία που βρίσκεται κάτω από το φλοιό των δέντρων και μερικών θάμνων και σχηματίζει τον κορμό, τα κλαδιά και τις ρίζες: ~ καρυδιάς / βελανιδιάς / πεύκου / καστανιάς. ΦΡ χτυπάω* ~. 2. κομμάτι από ξύλο: Tους κυνήγησαν με πέτρες και με ξύλα. ΠAΡ Άνθρωπος αγράμματος ~ απελέκητο*. Tίμιο ~, μικρό κομμάτι ξύλο που πιστεύουν ότι προέρχεται από το σταυρό του Xριστού και το έχουν ως φυλαχτό. ΦΡ επί ξύλου κρεμάμενος, για άνθρωπο φτωχό, μόνο και αβοήθητο. || (μτφ.): Kαθότανε ακίνητος σαν ~, για άνθρωπο άκαμπτο. 3. ξυλεία: ~ σκληρό / μαλακό / πολύτιμο. Πριονίζω / ροκανίζω / γυαλίζω το ~. Bιομηχανία / βιοτεχνία κατεργασίας ξύλου. Aπό τι ~ είναι φτιαγμένα τα έπιπλά σου; 4. (συνήθ. πληθ.) τα καυσόξυλα: Πήγα στο δάσος να κόψω ξύλα. H σόμπα μας καίει ξύλα. II. για ξυλοδαρμό συνήθ. σε περιφράσεις, εκφράσεις και ΦΡ δίνω / ρίχνω ~, δέρνω. τρώω ~, με δέρνουν: Έχει φάει κι έχει φάει ~ στη ζωή του. σπάω* / λιώνω* κπ. στο ~. κάνω κπ. τόπι* / τουλούμι* (στο ~). ένα χέρι* ~. κάνω κπ. μπλε* μαρέν στο ~. σαπίζω / μαυρίζω / ρημάζω / τουλουμιάζω κπ. στο ~, τον δέρνω πολύ άγρια. τον λύσσαξαν* στο ~. πέφτει ~, γίνεται καβγάς. το ~ της αρκούδας*. ΠAΡ ΦΡ το ~ βγήκε από τον Παράδεισο, για την παιδαγωγική αξία του ξυλοδαρμού. ξυλάκι το YΠΟKΟΡ: Παγωτό ~, παγωτό στο οποίο είναι ενσωματωμένο ένα μικρό πεπλατυσμένο κομμάτι ξύλου, για να το κρατάμε. ξυλαράκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. ξύλον· ξύλ(ο) -αράκι]

ξυλο- [ksilo] & ξυλό- [ksiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ξυλ- [ksil], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι κατάλληλο, προορίζεται για ξύλινο αντικείμενο, ξύλινη επιφάνεια, κτλ.: ξυλαποθήκη, ξυλόκολλα. β. προέρχεται από το ξύλο: ξυλάλευρο, ξυλάνθρακας, ξυλέλαιο. γ. γίνεται, είναι φτιαγμένο από ξύλο: ~πάπουτσο, ξυλόπορτα, ξυλότοιχος, ~σκεπή. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά το ξύλο, έχει ως αντικείμενο εργασίας το ξύλο: ~γράφος, ξυλέμπορος, ~κόπος· ~γλυπτι κή, ~γραφία. 3. αναφέρεται στην έννοια του ξύλουI4, του καυσόξυλου: ξυλόσομπα. 4. αναφέρεται στην έννοια του ξύλουII, του ξυλοδαρμού: ~φορτώνω.

[1α, γ, 3, 4: μσν. ξυλ(ο)- θ. του ουσ. ξύλ(ο) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ξυλ-άλογον `ξυλογαϊδάρα (παιδικό παιχνίδι)΄· 1β, 2: λόγ. < αρχ. ξυλ(ο)- θ. του ουσ. ξύλο(ν): αρχ. ξυλο-κόπος & γαλλ. xylo- < αρχ. ξυλο-: ξυλό-φωνο < xylophone]

ξυλόβιδα η [ksilóviδa] Ο27α : είδος βίδας κατάλληλης για τη σύνδεση ξύλου με ξύλο ή με άλλο υλικό.

[ξυλο- + βίδα]

ξυλογλυπτική η [ksiloγliptikí] Ο29 : η τέχνη της ανάγλυφης απεικόνισης μορφών ή σχεδίων επάνω σε ξύλο.

[λόγ. ξυλο- + γλυπτική μτφρδ. γαλλ. sculpture sur bois]

ξυλόγλυπτος -η -ο [ksilóγliptos] Ε5 : που είναι σκαλισμένος σε ξύλο: Ξυλόγλυπτη παράσταση. || Ξυλόγλυπτη κασέλα, που έχει ξυλόγλυπτες παραστάσεις. || (ως ουσ.) το ξυλόγλυπτο, έργο γλυπτό επάνω σε ξύλο.

[λόγ. < ελνστ. ξυλόγλυπτος]

ξυλογραφία η [ksiloγrafía] Ο25 : 1.η τεχνική της χάραξης μιας παράστασης ή ενός σχεδίου επάνω σε ξύλο με σκοπό την πολλαπλή εκτύπωση επάνω σε χαρτί. 2. η εικόνα που παράγεται με βάση αυτή την τεχνική.

[λόγ. < γαλλ. xylographie < xylo- = ξυλο- + -graphie = -γραφία]

ξυλοδαρμός ο [ksiloδarmós] Ο17 : η ενέργεια του δέρνω, τα απανωτά και από πρόθεση χτυπήματα που δέχεται κάποιος: Έμεινε αναίσθητος ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό.

[λόγ.(;) ξυλο- + δαρ- (δέρνω) -μός]

ξυλοδεσιά η [ksiloδesxá] Ο24 : οριζόντιο ξύλινο δομικό στοιχείο του φέροντος οργανισμού, συνήθ. στις παλιές λίθινες ή πλίνθινες οικοδομές, το οποίο εξασφαλίζει τη συνεκτικότητα της οικοδομής και την αντισεισμική της αντοχή.

[ξυλο- + δεσιά]

ξυλοκάρβουνο το [ksilokárvuno] Ο41 : τεχνητό κάρβουνο που γίνεται από ξύλα.

[ξυλο- + κάρβουνο]

ξυλόκαρφο το [ksilókarfo] Ο41 : 1.ξύλινο καρφί. 2. ξύλινος ή μεταλλικός σύνδεσμος των ξύλινων τμημάτων του σκελετού ενός πλοίου.

[ξυλο- + καρφ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες