Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξιφίας
1 εγγραφή
ξιφίας ο [ksifías] Ο3 : μεγάλο ψάρι με ατρακτοειδές σώμα, λείο δέρμα και χαρακτηριστικό μακρύ ρύγχος που μοιάζει με ξίφος και που το ψαρεύουν για το νόστιμο κρέας του.

[λόγ. < αρχ. ξιφίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες