Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξένο
29 εγγραφές [1 - 10]
ξενο- [kseno] & ξενό- [ksenó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται στους ξένους, αφορά τους ξένους σε αντιδιαστολή με τους Έλληνες· (πρβ. ελληνο-2): ξενόγλωσσος, ~κίνητος, ~λατρία, ~μανής, ~φοβία. 2. αναφέρεται, αφορά, προορίζεται για ξένους, για αγνώστους: ~δοχείο, ~δόχος. || με β' συνθετικό ρήμα: ~δουλεύω, ~κοιμάμαι, ~πλένω. II. σε επιστημονικούς όρους: (βοτ.) ~γαμία, γονιμοποίηση με γύρη από άλλο φυτό. (βιολ.) ~γένεση, ~μόσχευση· (ιατρ.) ~διαγνωστική· (ζωολ.) ~φόρος.

[I: αρχ. & λόγ. < αρχ. ξενο- θ. του επιθ. ξένο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ξενο-δόκος `που φιλοξενεί΄, ελνστ. ξενο-δόχος, μσν. ξενο-γυρισμένος, ξενο-γαμώ (ξενο-φοβία δες λ.)· II: λόγ. < διεθ. xeno- < αρχ. ξενο-: ξενο-γαμία < διεθ. xenogamy]

ξενόγλωσσος -η -ο [ksenóγlosos] Ε5 : που είναι γραμμένος, διατυπωμένος σε ξένη γλώσσα: Ξενόγλωσσο κείμενο. Ξενόγλωσσες επιγραφές. Ξενόγλωσσοι οδηγοί. || Ξενόγλωσση εκπαίδευση.

[λόγ. ξενο- + -γλωσσος]

ξενοδουλεύω [ksenoδulévo] Ρ5.2α : συνήθ. για γυναίκα η οποία εργάζεται με ημερομίσθιο ως οικιακή βοηθός σε διάφορα σπίτια ή ως καθαρίστρια σε γραφεία κτλ: Ξενοδουλεύει για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

[ξενο- + δουλεύω]

ξενόδουλος -η -ο [ksenóδulos] Ε5 : που εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα, συνήθ. μεγάλων και ισχυρών κρατών, που είναι υποταγμένος στη δική τους πολιτική: Ξενόδουλο καθεστώς. Ξενόδουλη πολιτική. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο ξενόδουλος: Οι ξενόδουλοι πούλησαν την πατρίδα μας.

[λόγ. ξενο- + δούλ(ος) -ος]

ξενοδοχειακός -ή -ό [ksenoδoxiakós] Ε1 : που ανήκει σε ξενοδοχείο ή που έχει σχέση με αυτό: ~ εξοπλισμός. ~ υπάλληλος, ξενοδοχοϋπάλληλος. Ξενοδοχειακές επιχειρήσεις / μονάδες. Ξενοδοχειακή ανάπτυξη / υποδομή.

[λόγ. ξενοδοχεί(ον) -ακός]

ξενοδοχείο το [ksenoδoío] Ο39 : οίκημα με επιπλωμένα δωμάτια, το οποίο λειτουργεί ως επιχείρηση και προσφέρει, με πληρωμή, στο κοινό ύπνο με ή χωρίς φαγητό: ~ A', B', Γ' κατηγορίας. ~ πολυτελείας. Iδιοκτήτης / διευθυντής ξενοδοχείου. || Δεν μπορέσαμε να βρούμε ~, ελεύθερο δωμάτιο σε ξενοδοχείο. || ~ το έχεις κάνει το σπίτι· έρχεσαι μόνο για έναν ύπνο το βράδυ.

[λόγ. < ελνστ. ξενοδοχεῖον]

ξενοδόχος ο [ksenoδóxos] Ο18 θηλ. ξενοδόχος [ksenoδóxos] Ο35 & (προφ.) ξενοδόχα [ksenoδóxa] Ο25α : ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου. ΦΡ κάνω λογαριασμό / λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο, αποφασίζω, προγραμματίζω κτ. χωρίς να υπολογίσω κάποιο βασικό παράγοντα.

[λόγ. < ελνστ. ξενοδόχος (αρχ. ξενοδόκος `που φιλοξενεί΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ξενοδόχ(ος) -α]

ξενοδοχοϋπάλληλος ο [ksenoδoxoipálilos] Ο19 θηλ. ξενοδοχοϋπάλληλος [ksenoδoxoipálilos] Ο36 : υπάλληλος ξενοδοχείου που φροντίζει για τη σωστή λειτουργία του, την εξυπηρέτηση των πελατών κτλ.· ξενοδοχειακός υπάλληλος.

[λόγ. ξενοδοχεί(ον) -ο- + υπάλληλος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ξενοιάζω [ksenázo] & ξεγνοιάζω [kseγnázo] Ρ2.1α : απαλλάσσομαι από κάποια έγνοια και φροντίδα, ησυχάζω: Πάντρεψε την κόρη του και ξένοιασε. Έβαλα το φαγητό στο φούρνο και ξένοιασα. Όταν θα ξενοιάσω από τα μαθήματα, όταν τελειώσω.

[μσν. ξενοιάζω < ξ(ε)- έννοι(α) 2 -άζω (ορθογρ. απλοπ.)· μσν. ξεγνοιάζω < ξ(ε)- έγνοι(α) -άζω]

ξενοιασιά η [ksenasá] & ξεγνοιασιά η [kseγnasá] Ο24 : η κατάσταση του ξένοιαστου· η αμεριμνησία: H ~ της νιότης. Πώς ήθελα να είχα την ~ σου!

[ξενοιασ- (ξενοιάζω), ξεγνοιασ- (ξεγνοιάζω) -ιά]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες