Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μύλος ο [mílos] Ο18 : 1. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για το άλεσμα των σιτηρών: Πήγε το σιτάρι στο μύλο. Φέρνει το αλεύρι από το μύλο. ~ που κινείται με τον αέρα, ανεμόμυλος. ~ που κινείται με νερό, νερόμυλος. H φτερωτή του μύλου. ΦΡ γίνεται ~, επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. κουβαλώ* νερό στο μύλο κάποιου. ο καλός ο ~ όλα τα αλέθει*. α. το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ο μύλος: Xτίζω μύλο. H στέγη του μύλου. β. (πληθ.) μηχανοκίνητος μύλος υπό μορφή σύγχρονης βιομηχανικής εγκατάστασης. 2α. ονομασία συσκευών, συνήθ. χειροκίνητων, που χρησιμοποιούνται για κόψιμο ή για πολτοποίηση υλικών, ιδίως τροφών: Ο ~ του καφέ. ~ για το πιπέρι / για τα φρούτα / για τα λαχανικά. β. για συσκευές που η λειτουργία τους θυμίζει μύλο: Ο ~ του πιστολιού, περιστρεφόμενη θαλάμη για πολλές σφαίρες. || το φουρφούρι.
[ελνστ. μύλος ὁ (αρχ. μύλη ἡ) `μυλόπετρα, μύλος΄]