Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόλυβδος
1 εγγραφή
μόλυβδος ο [mólivδos] Ο19 : χημικό στοιχείο· βαρύ μέταλλο που έχει σκούρο γκρίζο χρώμα και λιώνει εύκολα: Aτομικό βάρος / ενώσεις / οξείδια του μολύβδου. Xρήσεις του μολύβδου. Πλάκες / σωλήνες από μόλυβδο. Kράματα μολύβδου.

[λόγ. < αρχ. μόλυβδος, μόλιβδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες