Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυλωνάς
1 εγγραφή
μυλωνάς ο [milonás] Ο1 θηλ. μυλωνού [milonú] Ο37 : αυτός, συνήθ. ιδιοκτήτης, που δουλεύει στο μύλο. ΠAΡ Θεωρία* επισκόπου και καρδία μυλωνά. || (θηλ.) και η σύζυγος του μυλωνά.

[μσν. μυλωνάς < αρχ. μυλών `μύλος΄ -άς· μυλων(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες