Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουζούκι
1 εγγραφή
μπουζούκι το [buzúki] Ο44 : 1α. λαϊκό μουσικό όργανο με ημισφαιρικό ηχείο, μακρύ βραχίονα και τρεις ή τέσσερις χορδές: Παίζω ~. || η μουσική του μπουζουκιού: Aκούω ~. Tου αρέσει το ~. β. (πληθ.) κέντρο διασκέδασης με λαϊκή ορχήστρα· μπουζουξίδικο: Ξοδεύει τα λεφτά του πηγαίνοντας κάθε βράδυ στα μπουζούκια. || (σπάν.) η λαϊκή ορχήστρα. γ. για άνθρωπο που παίζει μπουζούκι: Είναι το πρώτο ~ στην Ελλάδα. 2. (οικ. για πρόσ.) βλάκας, ανόητος· μπουζουκοκέφαλος: Tέτοιο ~ που είσαι, πού να καταλάβεις. μπουζουκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α.

[1: τουρκ. bozuk (το μουσικό όργανο) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )· 2: τουρκ. bozuk `κατεστραμμένος, που δε διορθώνεται΄ με παρετυμ. μπουζούκι1 (σύγκρ. μπαγλαμάς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες