Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλόφα
3 εγγραφές [1 - 3]
μπλόφα η [blófa] Ο25α : ενέργεια ή γενικά εκδήλωση που κάνει κάποιος, για να δημιουργήσει στον αντίπαλό του ψεύτικη εντύπωση για τις αληθινές προθέσεις ή δυνατότητές του: Kάνω ~, μπλοφάρω.

[γαλλ. bluff (προφ. [blἔf] ) < αγγλ. bluff]

μπλοφάρω [blofáro] Ρ6α : ενεργώ έτσι, ώστε να δημιουργηθεί στον αντίπαλό μου ψεύτικη εντύπωση για τις αληθινές προθέσεις ή δυνατότητές μου· κάνω μπλόφα: ~ στα χαρτιά / στις διαπραγματεύσεις.

[μπλόφ(α) -άρω]

μπλοφατζής ο [blofadzís] Ο8 θηλ. μπλοφατζού [blofadzú] Ο37 : αυτός που κάνει μπλόφες.

[μπλόφ(α) -ατζής· μπλοφατζ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες