Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπανάνα
1 εγγραφή
μπανάνα η [banána] Ο25 : 1. φρούτο με σχεδόν κυλινδρικό σχήμα, χοντρή και κίτρινη φλούδα, γλυκιά και αρωματική γεύση: Ένα τσαμπί μπανάνες. Εισαγωγή μπανανών. ΦΡ δημοκρατία της μπανάνας, για χώρα τυπικά μόνο ανεξάρτητη, μπανανία. 2α. είδος βύσματος. β. ασύρματο μικρόφωνο.

[αγγλ. (ή μέσω του ιταλ.) banana (από γλ. των Ινδιάνων)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες