Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουρτζούφλης
1 εγγραφή
μουρτζούφλης ο [murdzúflis] Ο11 θηλ. μουρτζούφλα [murdzúfla] Ο25α : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου σκυθρωπού και κακόκεφου: Γιατί είσαι τόσο ~ σήμερα; || (ως επίθ.).

[(;) πρβ. μσν. μούρτζουφλος `με σουφρωμένα φρύδια΄ ίσως < υστλατ. murcus `κουτσουρεμένος΄ + flexus `γερμένος προς τα κάτω΄· μουρτζού φλ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες