Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουνί το [muní] Ο43 : (χυδ.) 1. το αιδοίο. ΦΡ ~ (καπέλο): α. για ακαταστασία, ζημιά ή αναστάτωση: Mετά το πάρτι το σπίτι ήταν ~ (καπέλο). β. για άσχημη εξέλιξη. γ. για φασαρία: Πάλι ~ καπέλο έγιναν με τον άντρα της. έλα ~ στον τόπο σου, για να δηλώσουμε τη μεγάλη μας έκπληξη. το ~ σέρνει καράβι, για να τονιστεί η έντονη επιρροή που ασκούν κάποτε οι γυναίκες στους άντρες. ΠAΡ Εδώ ο κόσμος χάνεται και το ~ χτενίζεται, για κπ. που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, αδιαφορώντας για τα σημαντικά. 2. (μτφ.) για πολύ όμορφη και ελκυστική κοπέλα. 3. (μτφ., υβρ.) για άτιμο ή πρόστυχο άνθρωπο: Πήγε να με κλέψει το ~.
μουνάκι το YΠΟKΟΡ. μουνίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. μουνάρα η MΕΓΕΘ στις σημ. 1, 2. μούναρος ο MΕΓΕΘ στις σημ. 1, 2. [αρχ. εὐνή `κρεβάτι, κρεβάτι του γάμου΄ ελνστ. υποκορ. *εὐνίον > μσν. *βνίον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνίον (για την τροπή [vn > mn] σύγκρ. ευνούχος > μουνούχος, ελαύνω > λάμνω) > *μουνίον (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ., σύγκρ. *μνούχος > μουνούχος) > μσν. μουνίν ή < αρχ. μνοῦς `μαλακό πούπουλο, χνουδάκι΄ ελνστ. υποκορ. *μνίον > μσν. *μουνίον (όπως στην προηγ. υπόθεση) > μσν. μουνίν (πρβ. όμως και βεν. mona, ίδ. σημ.)· μουν(ί) -ίτσα· μουν(ί) μεγεθ. -άρα· μουν(ί) μεγεθ. -αρος]
- μουνόπανο το [munópano] Ο41 : (χυδ.) 1. η σερβιέτα. 2. (μτφ., υβρ.) για άτιμο ή πρόστυχο άνθρωπο.
[μουν(ί) -ο- + παν(ί) -ο]
- μουνουχίζω [munuxízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ευνουχίζω.
[μσν. *μουνουχίζω (πρβ. μσν. αμουνούχιστο `όχι ευνουχισμένο΄) < μουνούχ(ος) -ίζω]
- μουνούχος ο [munúxos] Ο18 : (λαϊκότρ.) 1. ο ευνούχος. 2. (μτφ.) άνθρωπος ανίκανος και τιποτένιος.
[αρχ. εὐνοῦχος > μσν. *βνούχος (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνούχος με τροπή [vn > mn] (σύγκρ. ελαύνω > λάμνω, χαύνος > αχαμνός) > μσν. μουνούχος (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ.)]
- μουνόψειρα η [munópsira] Ο27α : (χυδ.) 1. είδος ψείρας που ζει στο τρίχωμα του εφηβαίου. 2. (μτφ.) για ασήμαντο και ενοχλητικό άνθρωπο, από την παρουσία του οποίου δύσκολα απαλλασσόμαστε.
[μουν(ί) -ο- + ψείρα]
- μουνταίνω [mundéno] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : γίνομαι μουντός ή κάνω κτ. μουντό.
[μουντ(ός) -αίνω]
- μουντάρω [mundáro] Ρ6α : ορμώ, χυμώ.
[μσν. μουντάρω `ανεβαίνω, κάνω επίθεση΄ < ιταλ. montar(e) -ω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) (δες και μοντάρω)]
- μουντιάλ το [mudiál] Ο (άκλ.) : το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια σε επίπεδο εθνικών ομάδων.
[λόγ. < ισπαν. mundial, αρχική σημ.: `παγκόσμιος΄]
- μουντομπάσκετ το [mundobásket] Ο (άκλ.) : το παγκόσμιο πρωτάθλημα μπάσκετ που γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια σε επίπεδο εθνικών ομάδων.
[λόγ. μουντ(ιάλ) -ο- + μπάσκετ]
- μουντός -ή -ό [mundós] Ε1 : που δεν είναι αρκετά φωτεινός ή λαμπερός: Mουντό χρώμα, όχι έντονο. Mουντό σύννεφο, με σκούρο χρώμα. ~ καιρός. Mια μουντή φθινοπωρινή μέρα.
[μσν. *μουντός (πρβ. μσν. μούντος υποχωρ.) ίσως < σλαβ. monĭt(ŭ) `σκοτεινός, θολός΄ -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) με συγκ. του άτ. [i] ]