Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισθωτός
1 εγγραφή
μισθωτός -ή -ό [misθotós] Ε1 : που τον έχουν μισθώσει· μισθωμένος: Mισθωτή εργασία, που ο εργαζόμενος προσφέρει στον εργοδότη έναντι ορισμένης αμοιβής: Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. || (ως ουσ.) ο μισθωτός, εργαζόμενος που πληρώνεται με ορισμένο μηνιαίο μισθό: Mέτρα που πλήττουν κυρίως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.

[λόγ. < αρχ. μισθωτός `που έχει προσληφθεί με μισθό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες