Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισθωτός -ή -ό [misθotós] Ε1 : που τον έχουν μισθώσει· μισθωμένος: Mισθωτή εργασία, που ο εργαζόμενος προσφέρει στον εργοδότη έναντι ορισμένης αμοιβής: Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. || (ως ουσ.) ο μισθωτός, εργαζόμενος που πληρώνεται με ορισμένο μηνιαίο μισθό: Mέτρα που πλήττουν κυρίως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.
[λόγ. < αρχ. μισθωτός `που έχει προσληφθεί με μισθό΄]