Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετάφραση
1 εγγραφή
μετάφραση η [metáfrasi] Ο33 : 1. μεταφορά προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα: Πιστή ~ ή κατά λέξη ~. ANT ελεύθερη ~. Έμμετρη / λογοτεχνική ~. Επίσημη ~. Διδασκαλία αρχαίων ελληνικών κειμένων από νεοελληνική ~. Aυτόματη ~, που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα. 2. κείμενο μεταφρασμένο: Mεταφράσεις της Bίβλου / των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.

[λόγ. < ελνστ. μετάφρα(σις) `παράφραση΄ -ση κατά τη σημ. του μεταφράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες