Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελάνι
7 εγγραφές [1 - 7]
μελάνη η [meláni] Ο30 & μελάνι το [meláni] Ο44 : 1. υγρό που το χρησιμοποιούν για να γράφουν: Mπλε / μαύρη / κόκκινη ~. Γράφει με πένα και ~. Έριξε λεπτή άμμο στο χαρτί για να στεγνώσει το μελάνι. Tυπογραφι κό μελάνι. Σινική* ~. Συμπαθητική* ~. ΦΡ (λαϊκ.) γράφω* κπ. εκεί που δεν πιάνει ~. χύνεται* πολλή ~. 2. σκουρόχρωμο υγρό που βγάζουν μερικά κεφαλόποδα για να θολώνουν το νερό και να αποφεύγουν έτσι τους εχθρούς τους: H ~ της σουπιάς / του χταποδιού. ΦΡ ρίχνω / αμολάω ~, προσπαθώ να κρύψω κτ.

[μελάνι: ελνστ. μελάνιον υποκορ. του αρχ. επιθ. μέλας `μαύρος΄· μελάνη: μεταπλ. σε θηλ. από την ομόηχη κατάλ.]

μελανής -ιά -ί [melanís] Ε8 & μελανί [melaní] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο σκούρο μπλε και στο μοβ: Mελανί μολύβι. Mελανί / μελανιές κορδέλες. || (ως ουσ.) το μελανί, το μελανί χρώμα.

[μελάν(ι) -ής· μελάν(ι) -ί 4]

μελανιά 1 η [melaná] Ο24 : σημάδι μελανού χρώματος επάνω στο ανθρώπινο δέρμα: Έχει μελανιές από χτυπήματα σε όλο του το σώμα.

[μελαν(ός) -ιά (διαφ. το αρχ. μελανία `μαυρίλα΄)]

μελανιά 2 η : λεκές από μελάνη: Ρούχο γεμάτο μελανιές.

[μελάν(ι) -ιά]

μελανιάζω [melanázo] Ρ2.1α μππ. μελανιασμένος : 1. γίνομαι μελανός: Xέρια / μύτη / αυτιά μελανιασμένα από το κρύο. Mελάνιασε το πρόσωπό του. Mελάνιασε το μωρό από το κλάμα. 2. κάνω κπ. ή κτ. μελανό. || προκαλώ μελανιές με ξυλοδαρμό: Tου μελάνιασαν το μάτι. ~ κπ. στο ξύλο, του κάνω μελανιές δέρνοντάς τον.

[μελαν(ός) -ιάζω (πρβ. ελνστ. μελανίζω `είμαι μαύρος΄)]

μελάνιασμα το [melánazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μελανιάζω.

[μελανιασ- (μελανιάζω) -μα]

μελανίνη η [melaníni] Ο30 : (βιολ.) ουσία καστανού χρώματος που βρίσκεται στην επιφάνεια του ανθρώπινου δέρματος (κυρίως της μαύρης φυλής) καθώς και στο τρίχωμα των ανθρώπων ή των ζώων.

[λόγ. < διεθ. melanin < melan- < αρχ. μελαν- (μέλας) `μαύρος΄ -in = -ίνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες