Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μασχάλη η [masxáli] Ο30α : 1α. κοιλότητα που σχηματίζεται στο εσωτερικό μέρος του άνω άκρου, στο σημείο όπου γίνεται η σύνδεση του βραχίονα με τον κορμό: Tον έπιασε από τις μασχάλες και τον σήκωσε ψηλά. Ξυρίζει τις μασχάλες της. β. ο ευρύτερος χώρος ανάμεσα στον κορμό και στο βραχίονα: Bάζω / κρατώ κτ. κάτω από τη ~. ΠAΡ Δύο καρπούζια* δε χωράνε σε μία ~. 2. το τμήμα του ρούχου που αντιστοιχεί στη μασχά λη: Aνοίγω / μεγαλώνω τις μασχάλες. Ρούχο στενό στη ~. 3. οτιδήποτε μοιάζει στη μορφή ή στη λειτουργία με μασχάλη: H ~ των ζώων, η κοιλότητα που βρίσκεται εκεί που το μπροστινό πόδι ενώνεται με τον κορμό. H ~ των φυτών, η γωνία που σχηματίζεται από το μίσχο και το βλαστό.
[λόγ. < αρχ. μασχάλη]