Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαία
2 εγγραφές [1 - 2]
μαία η [méa] Ο25 : γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με το να βοη θά τις γυναίκες όταν γεννούν, ιδίως αυτή που έχει αποφοιτήσει από ειδική σχολή· (πρβ. μαμή): Πρακτική ~. Σχολή μαιών.

[λόγ. < αρχ. μαῖα]

μαίανδρος ο [méanδros] Ο19 : 1α. γεωμετρικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από τεθλασμένες γραμμές που σχηματίζουν ορθές γωνίες και χρησιμοποιείται κυρίως ως διακοσμητικό στοιχείο: Tοίχος / αγγείο στολισμένο με μαιάνδρους. β. κάθε σχήμα που μοιάζει με μαίανδρο: Οι μαίανδροι ενός ποταμού. 2. (μτφ.) για κτ. πολύπλοκο: Οι μαίανδροι της σκέψης του.

[λόγ. < ελνστ. μαίανδρος < αρχ. Μαίανδρος (όν. ποταμού της Μικράς Aσίας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες