Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήνας
1 εγγραφή
μήνας ο [mínas] Ο3α : α. καθένα από τα δώδεκα τμήματα του ηλιακού έτους: ~ με τριάντα μία / τριάντα / είκοσι εννιά / είκοσι οκτώ ημέρες. Ο Φεβρουάριος είναι ο μικρότερος ~ του έτους. Aρχές / μέσα / τέλη του μή να / του μηνός. Πρώτο / δεύτερο / τρίτο δεκαήμερο του μήνα. Πρώτο / δεύτερο / δεκαπενθήμερο του μήνα. Σεληνιακός ~, το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές συνόδους ή αντιθέσεις του ήλιου και της σελήνης: Ο σεληνιακός ~ έχει είκοσι οχτώ ημέρες. ΦΡ εννιά έχει ο ~, για αδιαφορία ή αμεριμνησία. το μήνα που δεν έχει Σάββατο*. (έκφρ.) ~ μπαίνει ~ βγαίνει, για τη μονιμότητα σχετικά με τις μηνιαίες απολαβές ή τις οικονομικές υποχρεώσεις κάποιου. ΠAΡ Ο ~ που τρέφει* τους έντεκα. β. χρονικό διάστημα τριάντα ημερών: Mισθός / ενοίκιο / προθεσμία / διάρκεια ενός μηνός. Xρονικό διάστημα δύο / τριών / έξι μηνών, δίμηνο, τρίμηνο, εξάμηνο. (έκφρ.) είναι κάποια στο μήνα της, διανύει τον τελευταίο μήνα της κυήσεως. ο ~ του μέλιτος*. γ. το μηνιάτικο: Xρωστάω / πληρώνω δύο μήνες.

[μσν. μήνας < αρχ. μήν, αιτ. μῆνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες