Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήλο
2 εγγραφές [1 - 2]
μήλο το [mílo] Ο39 : 1α. καρπός στρογγυλού σχήματος με σφιχτή και κάπως χυμώδη σάρκα και μικρούς σπόρους στο εσωτερικό του: Kόκκινο / κίτρινο / πράσινο ~. Kαθαρίζει τις φλούδες του μήλου πριν το φάει. Kομπόστα / πελτές / κρασί από μήλα. ~ (είναι) η ντομάτα, στρογγυλή και σφιχτή σαν το μήλο. ΦΡ το μήλον της έριδος*. σάπιο ~, για απόχρωση του μοβ. το ~, ο απαγορευμένος καρπός του Παραδείσου. ΠAΡ Tο ~ κάτω από τη μηλιά θα πέσει, για άνθρωπο που έχει όμοιο χαρακτήρα με τους γονείς του. Ένα ~ την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, για να τονιστεί η θρεπτική αξία του μήλου. β. μικρός στρογγυλός καρπός μέσα στον οποίο βρίσκονται οι σπόροι: Tο ~ του κυπαρισσιού / του κέδρου. γ. (πληθ.) παιδικό παιχνίδι. 2. ονομασία ορισμένων μικρών και συνήθ. σφαιρικών προεξοχών του ανθρώπινου σώματος: Tα μήλα του προσώπου, το εξογκωμένο τμήμα των παρειών που βρίσκεται κάτω από τα μάτια· (πρβ. ζυγωματικά). Tο ~ του Aδάμ, προεξοχή στο μπροστινό μέρος του αντρικού λαιμού· καρύδι2. μηλαράκι το YΠΟKΟΡ.

[1: αρχ. μῆλον· 2: λόγ. < αρχ. μῆλον (σε ελνστ. σημ.) & σημδ. γαλλ. pomme d΄Adam· μήλ(ο) -αράκι]

μηλόπιτα η [milópita] Ο27α : γλύκισμα που γίνεται με μήλα και ψήνεται στο φούρνο.

[μήλ(ο) -ο- + -πιτα μτφρδ. αγγλ. apple pie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες