Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύκος
6 εγγραφές [1 - 6]
λύκος 1 ο [líkos] Ο18 θηλ. λύκαινα [líena] Ο27 : σαρκοβόρο τετράποδο θηλαστικό, με γκρίζο και τραχύ τρίχωμα, που μοιάζει με το σκύλο και είναι ιδιαίτερα άπληστο και άγριο: Xρόνια είχαν να εμφανιστούν λύκοι στην περιοχή. Aγέλη λύκων επιτέθηκε σε κοπάδι και κατασπάραξε μεγάλο αριθμό προβάτων. Πεινάει / τρώει σαν ~, πάρα πολύ. ΦΡ πέφτω στο στόμα του λύκου, βρίσκομαι σε μεγάλο κίνδυνο. γλιτώνω από το στόμα του λύκου, γλιτώνω από θανάσιμο κίνδυνο. γλιτώνω κπ. από το στόμα του λύκου, τον γλιτώνω από θανάσιμο κίνδυνο. βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, διακινδυνεύω, εκτίθεμαι σε μεγάλο κίνδυνο. || (που) να σε φάει (ο) ~, κατάρα που λέγεται ως αστεϊσμός ή χωρίς να εννοείται πραγματικά. ΠAΡ έκφρ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα*. ο ~ απ΄ τα μετρημένα τρώει, οι πολλές και υπερβολικές προφυλάξεις συχνά δεν αποτρέπουν τις απώλειες. ΠAΡ Ο ~ στην αναμπουμπούλα* χαίρεται. Ο ~ έχει τ΄ όνομα κι η αλεπού* τη χάρη. Ο ~ κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε και τη βουλή του, γι΄ αυτούς που παρά το πέρασμα μεγάλου χρονικού διαστήματος, δεν αποβάλλουν τις κακές τους συνήθειες, που δεν αλλάζουν στην ουσία το χαρακτήρα τους. Aρνί που βλέπει ο Θεός*, ο ~ δεν το τρώει. Όποιο πρόβατο* βγαίνει από το μαντρί, το τρώει ο ~. Aρνί* που φεύγει απ΄ το κοπάδι, το τρώει ο ~. || το αρσενικό του ζώου λύκος: Ο ~ και η λύκαινα. λυκάκι το YΠΟKΟΡ. λυκόπουλο* το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. λύκος· λόγ. < αρχ. λύκαινα]

λύκος 2 ο : ο επικρουστήρας του μηχανισμού της σκανδάλης στα παλιά, ιδίως στα εμπροσθογεμή πυροβόλα όπλα· κόκοραςII.

[λόγ. < ελνστ. λύκος `ρόπτρο΄ σημδ. γαλλ. chien `σκύλος΄]

λύκος 3 ο : ονομασία διάφορων παρασιτικών φυτών.

[ελνστ. λύκος]

λύκος 4 ο : δυσίατη μολυσματική δερματική πάθηση που διαβρώνει τους ιστούς.

[λόγ. < λύκος 1 σημδ. γαλλ. loup ή νλατ. lupus]

λυκόσκυλο το [likóskilo] Ο41 : ράτσα γερμανικών και αλσατικών σκυλιών που μοιάζουν με λύκο και χρησιμεύουν ως φύλακες: Tου όρμηξε ένα ~ και τρόμαξε.

[λόγ. λυκο- + σκύλ(ος) -ο μτφρδ. γαλλ. chienloup (μτφρδ. του αγγλ. wolf dog)]

λυκόστομα το [likóstoma] Ο49 : (ιατρ.) δυσπλασία (σχισμή) της άνω γνάθου, που οφείλεται σε καθυστέρηση της συνένωσης των δύο υπερωικών αποφύσεων κατά την εμβρυϊκή ηλικία.

[λόγ. λυκο- + στόμα μτφρδ. γαλλ. gueule-de-loup και με βάση την αντιστοιχία: λυκόστομο (όν. φυτού) - γαλλ. gueule-de-loup]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες