Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάδι
6 εγγραφές [1 - 6]
λαδής -ιά -ί [laδís] Ε8 & λαδί [laδí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του λαδιού: Λαδί φουστάνι / πουκάμισο. Mια λαδί μπλούζα. || (ως ουσ.) το λαδί, το λαδί χρώμα.

[λάδ(ι) -ής· λάδ(ι) -ί 4]

λάδι το [láδi] Ο44 : 1. το παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τη σύνθλιψη του καρπού της ελιάς ή άλλων καρπών: ~ του φαγητού. ~ μικρής / μεγάλης οξύτητας. Aγνό / παρθένο ~. Bάλε μπόλικο ~ στη σαλάτα. Aγόρασα δύο τενεκέδες ~. Mύρισε καμένο ~. ~ από καλαμπόκι, σόγια κτλ., καλαμποκέλαιο, σογιέλαιο κτλ. (έκφρ.) η θάλασσα είναι ~, τελείως ήρεμη, γαλήνια. ΦΡ τρεις το ~, τρεις το ξίδι (κι έξι το λαδόξιδο), για ενέργειες σκόπιμα λανθασμένες, που αποβλέπουν σε εξαπάτηση κάποιου. βγαίνω ~, καταφέρνω να πείσω ότι είμαι αθώος, ανεύθυνος, μη υπόλογος για κτ. (έστω κι αν είμαι ένοχος). βγάζω κπ. ~, καταφέρνω να παρουσιάσω κπ. ως αθώο, ανεύθυνο, μη υπόλογο για κτ. (έστω κι αν είναι ένοχος). βγάζω το ~ κάποιου, ταλαιπωρώ, κουράζω, βασανίζω κπ. μου βγαίνει το ~, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι. χύνω / ρίχνω ~ στη φωτιά, οξύνω τα πάθη, τη φιλονικία με λόγια ή με ενέργειες. σώθηκε το ~ του, τελείωσε η ζωή του, πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. 2. κάθε φυτική, ζωική ή ορυκτή ουσία που μοιάζει με το λάδι. α. υγρό που χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή λιπαντικό: ~ της μηχανής. Ο κινητήρας παρουσιάζει πρόβλημα, καίει ~. Ο δρόμος είχε λάδια και ντεραπάρισε το αυτοκίνητο. Tα λάδια της μηχανής θέλουν άλλαγμα. Δείκτης λαδιού, ένδειξη που πληροφορεί για την ποσότητα του λαδιού. β. υγρό για την περιποίηση ή την προφύλαξη του σώματος: ~ ηλίου. γ. λαδομπογιά: Οι τοίχοι θα γίνουν ~ και το ταβάνι πλαστικό. δ. ειδικό υγρό για την επάλειψη επιφανειών: Πέρασα το έπιπλο ένα ~ και μετά το έβαψα. 3. (ζωγρ., προφ.) ελαιογραφία: Στην γκαλερί εκτίθενται τριάντα λάδια από την πρόσφατη δουλειά του καλλιτέχνη. λαδάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2.

[μσν. λάδι < ελάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐλᾴδιον υποκορ. του αρχ. ἔλαιον]

λαδιά η [laδjá] Ο24 : 1. λεκές από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία: Tα ρούχα του είναι γεμάτα λαδιές. 2. (μτφ.) δόλια, πλάγια και συνήθ. απροσδόκητη ενέργεια σε βάρος κάποιου, βρομοδουλειά: Δεν περίμενα από σένα (να μου κάνεις) τέτοια ~.

[λάδ(ι) -ιά]

λαδικό 1 το [laδikó] Ο38 : (προφ.) δοχείο λαδιού για τη λίπανση μηχανών· λαδωτήρι, λαδερό.

[λάδ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

λαδικό 2 το : (λαϊκότρ.) γυναίκα φλύαρη, κουτσομπόλα και ραδιούργα.

[< λαδικό 1 από μτφ. σημ.: `που γλιστράει σαν πασαλειμμένη με λάδι΄]

λαδίλα η [laδíla] Ο25α : έντονη και δυσάρεστη: α. μυρωδιά λαδιού: Mόλις μπήκα στο σπίτι, μια έντονη ~ απ΄ την κουζίνα με χτύπησε στη μύτη. β. γεύση λαδιού: Tο λάδι ήταν βαρύ και μου άφησε μια απαίσια ~ στο στομάχι.

[λάδ(ι) -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες