Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόγχη
1 εγγραφή
κόγχη η [kónxi] Ο30 : 1. (ανατ.) κοιλότητα οστού ή οργάνου του σώματος: ~ του ματιού. ~ του αυτιού. Ρινικές κόγχες. 2. (αρχιτ.) α. εσοχή σε τοίχο, κατά κανόνα ημικυκλική και διακοσμητικού χαρακτήρα, για την τοποθέτηση αγάλματος, αγγείου κτλ. β. στο ανατολικό τμήμα των χριστιανικών ναών, κοιλότητα με τεταρτοσφαιρική κάλυψη, η οποία συνήθως προεξέχει εξωτερικά: H ~ του ιερού. || Οι πλαϊνές κόγχες του ναού. 3. (γεωλ.) κοίλωμα σε σχήμα χοάνης, το οποίο βρίσκεται συνήθ. κοντά στην κορυφή υψηλών βουνών.

[λόγ. < ελνστ. κόγχη, αρχ. σημ.: `κοχύλι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες