Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυπρίνος
1 εγγραφή
κυπρίνος ο [kiprínos] Ο18 : είδος ψαριού των γλυκών νερών.

[αρχ. κυπρῖνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες