Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυπτό
9 εγγραφές [1 - 9]
κρυπτο- [kripto] & κρυπτό- [kriptó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κρυπτ- [kript] ή κρύπτ- [krípt], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. (συνήθ. επιστ. σε περιλ. ουσ.) είναι κρυμμένο, δεν είναι εμφανές, όπως κανονικά ή φυσιολογικά συμβαίνει: κρυπτόγαστρα, ~κέρατα, ~κοτυλήδονα, κρύπτανθος. || εναλλάσσεται με το κρυψι-: κρυπτόγαμα· ~γόνος. ANT φανερο-. || (ιατρ.) δηλώνει ανωμαλία κατά την οποία απουσιάζουν ή δεν είναι εμφανή τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μηνόρροια, ~φυματίωση, κρυπτοφθαλμία. 2. είναι κρυφό, μυστικό ή γίνεται με κρυφό τρόπο: ~χριστιανός.

[λόγ. < διεθ. crypt(o)- θ. του αρχ. επιθ. κρυπτό(ς) (δες στο κρυφτό) ως α' συνθ.: κρυπτό-γαμα, κρυπτο-γραφία < γαλλ. cryptogames, cryptographie]

κρυπτόγαμος -η -ο [kriptóγamos] Ε5 : (βοτ.) συνήθ. ως ουσ. τα κρυπτόγαμα, φυτά στα οποία τα όργανα με τα οποία πολλαπλασιάζονται δεν είναι εμφανή. ANT φανερόγαμα.

[λόγ. < γαλλ. cryptogame < crypto- = κρυπτο- + αρχ. γάμ(ος) -ος]

κρυπτογράφημα το [kriptoγráfima] Ο49 : κείμενο γραμμένο με κρυπτογραφική γραφή, με βάση ένα μυστικό κώδικα.

[λόγ. < γαλλ. cryptogramme < crypto- = κρυπτο- + -gramme = -γράφημα]

κρυπτογράφηση η [kriptoγráfisi] Ο33 : η σύνταξη κρυπτογραφικού κειμένου.

[λόγ. κρυπτογραφη- (κρυπτογραφώ) -σις > -ση]

κρυπτογραφία η [kriptoγrafía] Ο25 : η μέθοδος και η τεχνική της μετατροπής ενός κειμένου σε κρυπτογραφικό, με βάση ένα μυστικό κώδικα.

[λόγ. < γαλλ. cryptographie < crypto- = κρυπτο- + -graphie = -γραφία]

κρυπτογραφικός -ή -ό [kriptoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κρυπτογραφία ή στην κρυπτογράφηση: ~ κώδικας. Kρυπτογραφικό μήνυμα. κρυπτογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. cryptographique < cryptogra ph(ie) = κρυπτογραφ(ία) -ique = -ικός]

κρυπτογράφος ο [kriptoγráfos] Ο18 : αυτός που είναι ειδικός στην κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων.

[λόγ. < γαλλ. crypto graphe < crypto(graphie) = κρυπτο(γραφία) -graphe = -γράφος]

κρυπτογραφώ [kriptoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω ένα κείμενο με συνθηματική γραφή, για τη μετάδοση και τη λήψη ενός μυστικού μηνύματος. ANT αποκρυπτογραφώ.

[λόγ. κρυπτογράφ(ος) -ώ]

κρυπτόν το [kriptón] Ο γεν. κρυπτού (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αμέταλλο στοιχείο που ανήκει στα ευγενή αέρια.

[λόγ. < αγγλ. krypton (στη νέα σημ.) < ουδ. του αρχ. επιθ. κρυπτός `κρυφός΄ (επειδή βρίσκεται δύσκολα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες