Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κροκόδειλος
1 εγγραφή
κροκόδειλος ο [krokóδilos] Ο20 : μεγάλο σαρκοβόρο αμφίβιο ερπετό με μακρύ και πλατύ ρύγχος, μακριά ουρά και φολιδωτό δέρμα, που ζει σε ποτάμια και σε λίμνες των τροπικών χωρών.

[λόγ. < αρχ. κροκόδιλος (αρχική σημ.: `σαύρα΄) με σφαλερή ελνστ. ορθογρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες