Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπτήρας
1 εγγραφή
κοπτήρας ο [koptíras] Ο2 : (ανατ.) καθένα από τα τέσσερα μπροστινά δόντια της επάνω και αντίστοιχα της κάτω γνάθου· τομέας 2.

[λόγ. κόπ(τω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γερμ. Schneidezahn ή γαλλ. incisive]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες