Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοπτήρας ο [koptíras] Ο2 : (ανατ.) καθένα από τα τέσσερα μπροστινά δόντια της επάνω και αντίστοιχα της κάτω γνάθου· τομέας 2.
[λόγ. κόπ(τω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γερμ. Schneidezahn ή γαλλ. incisive]