Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιτρινισμός
1 εγγραφή
κιτρινισμός ο [kitrinizmós] Ο17 : σκόπιμη υποβάθμιση της δημοσιογραφίας με τη δημοσίευση, κατά τρόπο ωμό και προκλητικό, σκανδαλοθηρικών θεμάτων, παραποιημένων ειδήσεων κτλ., με κίνητρα κυρίως κερδοσκοπικά αλλά και πολιτικά.

[λόγ. κίτριν(ος) -ισμός απόδ. αγγλ. the yellow press]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες