Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφές
2 εγγραφές [1 - 2]
καφές ο [kafés] Ο13 : 1. (χωρίς πληθ.) οι σπόροι του καφεόδεντρου: Kαβουρντισμένος / φρεσκοαλεσμένος ~. Οι διάφορες ποικιλίες του καφέ. Mύλος του καφέ. 2. ρόφημα που παρασκευάζεται από τους αλεσμένους σπόρους του καφέ: Ελληνικός (τούρκικος) / γαλλικός ~. Στιγμιαίος ~. ~ με γάλα. ~ φίλτρου. Φλιτζανάκι του καφέ, για τον ελληνικό καφέ. Πώς πίνετε τον καφέ σας; Πίνω πολλούς καφέδες κάθε μέρα. Kάνω καφέ, ετοιμάζω κα φέ. Ο ~ τονώνει το νευρικό σύστημα και προκαλεί ευφορία. ~ μέτριος / βαρύς γλυκός / με ολίγη, τρόποι παρασκευής του ελληνικού καφέ. (έκφρ.) ~ της παρηγοριάς*. 3. (χωρίς πληθ.) το καφεόδεντρο: Φυτεία καφέ. καφεδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2: Πιες ένα ~. καφεδάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2.

[ιταλ. caffé & γαλλ. café < τουρκ. kahve (πρβ. διαλεκτ. καϊβές) < αραβ. qahwah· καφεδ- (καφές) -άκος]

καφεσαντάν το [kafesandán] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) το καφωδείο.

[λόγ. < γαλλ. café chantant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες