Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρακάξα η [karakáksa] Ο25 : 1. το πουλί κίσσα. 2. (οικ., μειωτ.) χαρακτηρισμός γυναίκας άσχημης και φιλοκατήγορης.
[μσν. καρακάξα < καρακάκισσα (βόρ. διάλ.) με συγκ. του άτ. [i] < *κορακόκισσα (ηχομιμ. επίδρ. της κραυγής καρακά) < κόρακ(ας) -ο- + κίσσα]