Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπνοδόχος
1 εγγραφή
καπνοδόχος η [kapnoδóxos] Ο35 & καπνοδόχος ο [kapnoδóxos] Ο18 : χτιστός ή μεταλλικός σωληνοειδής αγωγός, κατά κανόνα κατακόρυφος, ο οποίος εξασφαλίζει τον απαραίτητο για την καύση αέρα και μέσα από τον οποίο απομακρύνονται και διαχέονται στην ατμόσφαιρα τα αέρια καπνού, που παράγονται από την καύση κάποιου υλικού: Aπό τη στέγη του σπιτιού υψώνεται μια ~, καμινάδα. Οι καπνοδόχοι των εργοστασίων / των πλοίων, φουγάρα, τσιμινιέρες.

[λόγ. < ελνστ. καπνοδόχος ὁ `άνοιγμα στην οροφή για τη διαφυγή του καπνού΄ & θηλ. κατά το ελνστ. ἡ καπνοδόχη, αρχ. καπνοδόκη (ίδ. σημ., πρβ. μσν. καπνοδόχο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες