Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμηλοπάρδαλη
1 εγγραφή
καμηλοπάρδαλη η [kamilopárδali] Ο33 : μεγαλόσωμο μηρυκαστικό της Aφρικής με πολύ μακρύ λαιμό και ψηλά πόδια, με σχετικά μικρό κεφάλι που έχει μικρά κέρατα, και με κιτρινωπό δέρμα που έχει καφετιές κηλίδες.

[λόγ. < ελνστ. καμηλοπάρδαλ(ις) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες