Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμήλα
2 εγγραφές [1 - 2]
καλημαύχι το [kalimáfxi] & καμηλαύχι το [kamiláfxi] Ο44 : είδος καπέλου με κυλινδρικό σχήμα, που το φορούν οι ορθόδοξοι ιερείς.

[καμηλ-: μσν. καμηλαύκι `επίσημο καπέλο΄ ( [f > fx] από λόγ. επίδρ. ίσως και παρετυμ. αυχένας) < υστλατ. camellaucium (camella `κούπα του κρασιού΄)· καλημ-: παρετυμ. καλύπτω]

καμήλα η [kamíla] & γκαμήλα η [gamíla] Ο25 : 1. μεγαλόσωμο μηρυκαστικό, με μακρύ λαιμό, ψηλά πόδια, σχετικά μικρό κεφάλι, που έχει στη ράχη του έναν ή δύο ύβους, δηλαδή λιπώδη εξογκώματα που μοιάζουν με καμπούρες· ζει σε ερήμους και σε άνυδρες στέπες και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων: Kαραβάνια με καμήλες. H ~ έχει χαρακτηριστεί ως το πλοίο της ερήμου. ΦΡ ο δρόμος της γκαμήλας, η μέση οδός, οι όχι ακραίες λύσεις ή απόψεις. || ομοίωμα καμήλας που το χρησιμοποιούν στην παρέλαση της Aποκριάς. 2. (μειωτ.) α. άνθρωπος, κυρίως γυναίκα, πολύ ψηλός και άχαρος: Kοίτα μια ~! Ψηλός / ψηλή σαν ~. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ πεισματάρη και μνησίκακου: Aυτός είναι γκαμήλα.

[μσν. καμήλα < αρχ. ὁ, ἡ κάμηλ(ος) (σημιτ. προέλ.) μεταπλ. ίσως από επίδρ. του λατ. τ. camela· ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > tiŋ-g] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες