Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κέδρος
1 εγγραφή
κέδρος ο [kéδros] Ο18 & κέδρο το [kéδro] Ο39 : είδος κωνοφόρου δέντρου, με μεγάλο κορμό και ογκώδη ακανόνιστα απλωτά κλαδιά· είναι δέντρο ψηλό, αειθαλές και εντυπωσιακό με εξαιρετικής ποιότητας, ελαφρύ, μαλακό, αρωματικό ξύλο που δε σαπίζει: Οι κέδροι του Λιβάνου.

[ελνστ. κέδρος ὁ < αρχ. κέδρος ἡ· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες