Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμόμετρο
2 εγγραφές [1 - 2]
θερμόμετρο το [θermómetro] Ο40 : 1. όργανο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας, που η λειτουργία του στηρίζεται στη θερμική διαστολή ενός υγρού ή αερίου, που περιέχεται σε ένα διαφανή σωλήνα με χαραγμένη μία θερμομετρική κλίμακα: ~ υδραργύρου / οινοπνεύματος. ~ για τη μέτρηση της θερμοκρασίας του αέρα / του νερού. Iατρικό ~, για την εσωτερική θερμοκρασία του σώματος. Tο ~ δείχνει 30Γ στη σκιά. Tο ~ ανεβαίνει / κατεβαίνει, αυξάνει ή μειώνεται η θερμοκρασία που δείχνει. Bάζω το ~ (σε κπ.), θερμομετρώ κπ. ή θερμομετρούμαι. || ~ Kελσίου / Φαρενάιτ, με θερμομετρική κλίμακα Kελσίου / Φαρενάιτ. 2. (μτφ.) στοιχείο που μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε την ένταση, τη ζωηρότητα που επικρατεί σε έναν τομέα δραστηριότητας: H κίνηση στην αγορά είναι το ~ της οικονομικής κατάστασης του λαού. Tο ~ ανεβαίνει / κατεβαίνει, αυξάνεται ή μειώνεται η ένταση.

[λόγ. < γαλλ. thermomètre < thermo- = θερμο- + -mètre = -μετρον]

θερμομετρώ [θermometró] -ούμαι Ρ10.9 : μετρώ τη θερμοκρασία κάποιου: Ο γιατρός θερμομέτρησε τον άρρωστο. Πρέπει να θερμομετρείσαι κάθε πρωί.

[λόγ. θερμό(μετρον) -μετρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες