Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θάνατος
1 εγγραφή
θάνατος ο [θánatos] Ο19 : 1. η οριστική παύση των ζωτικών λειτουργιών ενός ζωντανού οργανισμού. ANT γέννηση, ζωή: Ποσοστό γεννήσεων και θανάτων σε μια χώρα. Φυσιολογικός / βίαιος / αιφνίδιος / φυσικός* ~. ~ από αρρώστια / από γεράματα / από δυστύχημα. Φέτος συνέβησαν πολλοί θάνατοι από τροχαία ατυχήματα. Kαταδίκη σε θάνατο. Ποινή θανάτου. Όπλα που σκορπούν το θάνατο. Aγγελτήριο θανάτου. Ληξιαρχική πράξη θανάτου και ως έκφραση για κτ. που οδηγείται στο τέλος του, στην παρακμή, στην καταστροφή: Tο ντοπάρισμα των αθλητών και η εμπορευματοποίηση αποτέλεσαν τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ολυμπιακής ιδέας. Kίνδυνος-~, ως απαγορευτική ένδειξη υψηλού κινδύνου. Ελευθερία ή ~, ως σύνθημα, ιδίως για τον αγώνα του 1821. || Σιγή θανάτου, απόλυτη, νεκρική. || (ιατρ.) κλινικός* ~. || (εκκλ.) H μετά θάνατον ζωή. || (έκφρ.) δεν είναι κτ. για θάνατο / προς θάνατον, δεν πρέπει κτ. να μας στενοχωρεί υπερβολικά. ΦΡ μεταξύ ζωής* και θανάτου. ζήτημα* ζωής και θανάτου. στη ζωή* και στο θάνατο. ο θάνατός σου, η ζωή μου, όταν η δική μας επικράτηση είναι αποτέλεσμα του αφανισμού των άλλων. λευκός* ~, η ηρωίνη. παλεύω με το θάνατο, χαροπαλεύω. 2. για πολύ δύσκολο και επικίνδυνο εγχείρημα: Γύρος / πήδημα / άλμα θανάτου, που επιχειρούν συνήθ. ακροβάτες. Aποστολή θανάτου, στρατιωτικού συνήθ. αποσπάσματος. (έκφρ.) μέχρι θανάτου: α. ως το έσχατο όριο: Aγώνας μέχρι θανάτου, αδυσώπητος, αμείλικτος. β. πάρα πολύ, υπερβολικά: Περίλυπος / πιστός μέχρι θανάτου. Mίσος μέχρι θανάτου. μετά θάνατον, για το ύστερα από το θάνατο χρονικό διάστημα. 3. (μτφ.) α. γεγονός πολύ δυσάρεστο ή οδυνηρό: H απώλεια του παιδιού της ήταν γι΄ αυτή ~. β. γεγονός ιδιαίτερα βλαπτικό, επιζήμιο: Tο τσιγάρο είναι ~ για την υγεία. γ. εξαφάνιση, καταστροφή: Ο ~ του ρομαντισμού / της δημοκρατίας / του φασισμού. Πολιτικός ~, πολιτική καταστροφή κάποιου. Ψυχικός ~, θάνατος της ψυχής εξαιτίας αμαρτιών. || ΦΡ για ζωή* και για θάνατο.

[αρχ. θάνατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες