Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηγεμόνας
1 εγγραφή
ηγεμόνας ο [ijemónas] Ο2 : ανώτατος άρχοντας, βασιλιάς, αυτοκράτορας κτλ. (κατά κανόνα σε παλαιότερα απολυταρχικά καθεστώτα). || αρχηγός ηγεμονίας1. ηγεμονίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἡγεμών, αιτ. -όνα· λόγ. ηγεμον- (ηγεμών) -ίσκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες