Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαχαρότευτλο
1 εγγραφή
ζαχαρότευτλο το [zaxaróteftlo] Ο41 : φυτό (είδος τεύτλου) από το οποίο παράγεται, με βιομηχανικές μεθόδους, ζάχαρη.

[λόγ. < σακχαρότευτλον με προσαρμ. στη δημοτ. από επίδρ. της λ. ζάχαρη < σακχαρο- + τεύτλον, μτφρδ. γαλλ. betterave à sucre ή γερμ. Zuckerrübe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες