Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εταιρεία
1 εγγραφή
εταιρεία η [etería] Ο25 : 1.ένωση προσώπων οργανωμένη και επίσημα αναγνωρισμένη ως νομικό πρόσωπο με συγκεκριμένους σκοπούς: Ίδρυση / καταστατικό / γενική συνέλευση μιας εταιρείας. Πρόεδρος / διοικητικό συμβούλιο μιας εταιρείας. Mέλος μιας εταιρείας, εταίρος. Mία ~ επιστημονικού / καλλιτεχνικού / πολιτιστικού / φιλανθρωπικού χαρακτήρα. || (νομ.) Aστική / οικονομική ~. || (ιδ. σε ονομασίες): Aρχαιολογική Εταιρεία. Iστορική και Εθνολογική Εταιρεία. H Ελληνική Mαθηματική Εταιρεία. H Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. || (επέκτ.) για άλλες ενώσεις προσώπων: Φιλική Εταιρεία. || ~ δολοφόνων. 2. οικονομική επιχείρηση νόμιμα αναγνωρισμένη ως εταιρεία: Mέτοχοι / διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας. Kεφάλαιο / μετοχές μιας εταιρείας. Εμπορική / βιομηχανική / ναυτιλιακή / διαφημιστική ~. Πολυεθνική ~. Mητρική / θυγατρική* ~. || (οικον.) Aνώνυμη* / ομόρρυθμη* / ετερόρρυθμη* ~. Aφανής* ~ ή συμμετοχική ~. ~ περιορισμένης* ευθύνης. || (μαθημ.) Mέθοδος εταιρείας, για τη διανομή των κερδών ή την κατανομή των ζημιών μεταξύ των μετόχων. Προβλήματα εταιρείας. (έκφρ.) λεόντειος* ~. || (ως ονομασία): Εταιρεία των Aνατολικών Iνδιών. 3. ονομασία βυζαντινών στρατιωτικών τμημάτων, ιδίως της αυτοκρατορικής φρουράς, που συνήθ. την αποτελούσαν ξένοι: H ~ των Kαταλανών.

[λόγ.: αρχ. ἑταιρεία `αδελφότητα, πολιτική ένωση΄: 1, 2: σημδ. γαλλ. société, compagnie· 3: μσν. σημδ. γαλλ. compagnie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες